Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Αρτούρ Σοπενχάουερ - Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο - 02





Εισαγωγή


Όταν ο Σοπενχάουερ έγραψε το δοκίμιο Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο σκόπευε άραγε να δημιουργήσει μια σπουδή στην ειρωνεία; Το δοκίμιο αυτό προσφέρει δραστικές πρακτικές συμβουλές για να νικήσει κανείς τον αντίπαλο του σε μια αντιπαράθεση, και οι συμβου­λές αυτές είναι ανενδοίαστα μακιαβελλικές. «Εριστι­κή διαλεκτική» γράφει ο ίδιος «είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς — και να λογομαχεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του είτε έχει δίκιο είτε άδικο». Στο σημείο αυτό, σκόπιμα —κι αν όχι ειρωνικά, τότε προκλητικά— απηχεί εκείνους τους σοφιστές της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίοι, σύμφωνα με την αρνητική τους πλευρά, που ανέδειξαν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης, προσφέρθηκαν να διδά­ξουν οποιονδήποτε, και μάλιστα επί πληρωμή, πώς να κάνει τη χειρότερη περίπτωση να φαίνεται ως η κα­λύτερη και την καλύτερη να φαίνεται ως η χειρότερη, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη.
Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, αντίστοιχα, μόνο με περιφρόνηση αντιμετώπιζαν αυτήν τη σοφιστική. Θέ­τοντας ως στόχο των προσπαθειών τους την αλήθεια και το καλό, διέκριναν πάντοτε ανάμεσα σε εκείνο που οι ίδιοι αποκαλούσαν «διαλεκτική» —η οποία συνίστα­το σε ειλικρινή έρευνα, διεξαγόμενη με ερωτήσεις, απα­ντήσεις και συζήτηση— και στα ρητορικά τεχνάσμα­τα και την προσφυγή στο συναίσθημα του συνομιλη­τή, που χρησιμοποιούσαν οι σοφιστές. Από τη στιγμή που η ρητορική απέβλεπε μόνο στην πειθώ, δεν υπήρχε σ' αυτή χώρος για ανάλυση και κριτική εξέταση των ιδεών. Οι σοφιστές είχαν την ευκαιρία να διδάξουν τις ικανότητες τους έναντι πληρωμής, διότι στην κλασική αρχαιότητα, όπου η ρητορική δεινότητα και η διάκρι­ση στον δημόσιο διάλογο αποτελούσαν τους βασικούς παράγοντες που καθόριζαν τη μοίρα του ατόμου, οι συ­γκεκριμένες ικανότητες είχαν μεγάλη ζήτηση. Η βα­θιά ανήθικη φύση της δραστηριότητας αυτής, καθώς και τα κίνητρα της, όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονταν, ήταν που προκάλεσαν την περιφρόνηση του Πλάτωνα και του δασκάλου του. Μάλιστα, η αρνητική διάστα­ση που ανέδειξαν επηρέασε όλη τη μετέπειτα ιστορι­κή εικόνα των σοφιστών, των οποίων τα τεχνάσματα της ρητορικής και της πειθούς φέρουν μέχρι και σήμε­ρα αρνητική σημασία, γνωστά ως «σοφιστείες».
Κι όμως, αυτά ακριβώς τα τεχνάσματα επιχειρεί να διδάξει ο Σοπενχάουερ στην Τέχνη του να έχεις πά­ντα δίκιο. Ως φιλόσοφος και ως υπεύθυνος διανοούμε­νος, ως ένας άνθρωπος που έχει αναγάγει τη συμπό­νια και τον οίκτο σε θεμέλιους λίθους της ηθικής, είναι δυνατόν να το εννοεί όταν αναφέρει πως «σε μια αντι­παράθεση, πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπερά­σπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου»; Όταν αναφέρεται σε «τεχνάσματα» με τα οποία μπορεί κανείς να ανασκευάσει τη θέση του αντιπάλου του, είτε αυτή είναι αληθινή είτε όχι, είναι άραγε βέβαιο ότι μας προειδοποιεί απλώς για τεχνά­σματα που αδίστακτοι αντίπαλοι ενδέχεται να χρησι­μοποιήσουν εναντίον μας;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι όσο ξεκάθαρη θα θέλαμε, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η εποχή κατά την οποία ο Σοπενχάουερ συνέγραψε το δοκίμιο. Ο Bailey Saunders, που μετέφρασε πρώ­τος το δοκίμιο στα αγγλικά, απλώς υπέθεσε ότι του­λάχιστον το «σοφιστικό» κομμάτι της Τέχνης του να έχεις πάντα δίκιο ήταν σκόπιμα ειρωνικό. Ωστό­σο, ο Σοπενχάουερ υπήρξε σύνθετη προσωπικότητα, που χαρακτηρίστηκε από έντονο πεσιμισμό, βαθιά χα­ραγμένο στη σκέψη του. Παράλληλα, κατά το μεγα­λύτερο μέρος της ζωής του αντιμετώπισε την απο­μόνωση και την έλλειψη αναγνώρισης — ένα είδος δυ­σάρεστου αποκλεισμού από τις ανέσεις και τα προνό­μια μιας θέσης στο πανεπιστήμιο, ο οποίος τον έκα­νε να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στους «καθηγη­τές» και να στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία τη στενότη­τα πνεύματος, την αυταρέσκεια και, κατ' επέκταση, την έλλειψη νοημοσύνης, που, κατ' εκείνον, τους διέ­κρινε/Ετσι, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθα­νότητα να έγραψε αυτό το δοκίμιο όχι μόνο χωρίς ελα­φρά διάθεση, αλλά ενδεχομένως και με απόλυτη σο­βαρότητα, προκειμένου να προσφέρει ένα όπλο στους αντιπάλους τους.
Γι' αυτό και ο Σοπενχάουερ αναφέρει: «Κάποιος μπορεί να έχει αντικειμενικά δίκιο και εντούτοις οι ακροατές, ή και ο ίδιος ακόμη, να σχηματίσουν την εντύπωση ότι υστερεί».Έτσι, είναι χρήσιμο να γνωρί­ζει κανείς πώς να επικρατεί σε μια αντιπαράθεση όταν το δίκιο είναι με το μέρος του αλλά δεν έχει ισχυρά επι­χειρήματα. Η ίδια όμως ικανότητα μπορεί να του επι­τρέψει να υπερισχύσει ακόμη κι όταν έχει άδικο.
Πώς είναι άραγε δυνατόν να επιχειρηματολογεί κα­νείς με στόχο την επικράτηση του ανεξάρτητα από την αλήθεια; «Η απάντηση είναι απλή» υποστηρίζει ο Σοπενχαουερ. Πρόκειται για την «εγγενή ποταποτητα της ανθρώπινης φύσης». Απορρέει από μια «έμφυτη ματαιοδοξία» και από το γεγονός ότι οι άνθρωποι, αντί να σκέφτονται πριν μιλήσουν, είναι φλύαροι και ανειλι­κρινείς σπεύδουν να υιοθετήσουν μια άποψη, την οποία στη συνέχεια υπερασπίζονται από πείσμα και εγωι­σμό, χωρίς να γνωρίζουν αν είναι σωστή ή λανθασμέ­νη. Η ματαιοδοξία πάντοτε υπερτερεί της αλήθειας.
Ωστόσο, συμπληρώνει ο Σοπενχάουερ, «είναι ανά­γκη να σημειωθεί κάτι ακόμα σχετικά με αυτή την ανειλικρίνεια και την εμμονή μας σε απόψεις που ακό­μα κι εμείς οι ίδιοι κρίνουμε εσφαλμένες» — αυτήν τη φορά για κάποιον άλλο λόγο, για τον οποίο ο Σοπεν­χάουερ είναι βέβαιο ότι μιλά σοβαρά. Συμβαίνει πολ­λές φορές να πιστεύει κανείς αρχικά πως έχει δίκιο, στη συνέχεια όμως η πεποίθηση του αυτή να κλονί­ζεται από τη δύναμη των επιχειρημάτων του αντιπά­λου του, για να ανακαλύψει τελικά, σε εύθετο χρόνο, ότι είχε πράγματι δίκιο εξαρχής. Οπότε, είναι χρήσι­μο να εμμένει κανείς στις απόψεις του. «Έτσι» υπο­γραμμίζει ο Σοπενχάουερ «η αδυναμία της σκέψης μας συμπληρώνει τη διαστροφή της βούλησης μας».
Ο Σοπενχάουερ θεωρούσε ότι τίποτα δεν μπορού­σε να συγκριθεί, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή, με την πραγματεία του πάνω στα «σοφιστικά» μέσα επικράτησης σε μια συζήτηση/Ομως δεν την εξέδωσε. Αντ' αυτού, εξέδωσε αργότερα, σημαντικά ανα-θεωρημένο, το εισαγωγικό κομμάτι της, στον δεύτε-ρο τόμο του έργου του Πάρεργα και Παραλειπόμενα. Εκεί, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα του έρ-γου, που ανήκει στον Γιουβενάλη vitam impendere vero («αφιέρωσε τη ζωή σου στην αλήθεια»)—, απο-κηρύσσει συνειδητά κάθε μακιαβελική πρόθεση. Ανα-ρερόμενος στην πραγματεία του δηλώνει: «Επομέ­νως, συγκέντρωσα και ανέπτυξα καμιά σαρανταριά από αυτά τα στρατηγήματα [επικράτησης στον δι­άλογο]. Ωστόσο, δεν θέλω πλέον να ρίξω φως σε όλα χυτά τα καταφύγια της στενομυαλιάς και της ανι­κανότητας, που συνδέονται άρρηκτα με την ισχυρο-γνωμοσύνη, τη ματαιοδοξία και την ανειλικρίνεια». Αντί λοιπόν συμβουλών για τους τρόπους επικράτησης χε επιχειρήματα, πρότεινε επιτακτικά «να αποφεύ­γει κανείς τη συζήτηση με ανίκανους αντιπάλους»*. Τέτοιες συζητήσεις καθιστούν κάποιον επιρρεπή στην χδικία, τη σοφιστεία και τη στρεψοδικία (λέξεις που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ), και το αποτέ­λεσμα είναι «πάντα απεχθές».
Αναμφίβολα, αυτό σημαίνει πως, όταν ο Σοπεν­χάουερ ανέτρεξε στην Τέχνη του να έχεις πάντα δί-κιο, την αντιμετώπισε ως ένα σύγγραμμα με ειρωνική διάθεση, περισσότερο ως μια προειδοποίηση με παραδείγματα παρά ως μια διδαχή. Και την εποχή που το έγραψε, αν κρίνει κανείς από κάποια τελεί­ως αδιάντροπα τεχνάσματα που περιγράφει, θα πρέ­πει να είχε επίσης χιουμοριστική διάθεση/Ομως, στον βαθμό που αποτελεί επίσης ένα οργισμένο σύγγραμμα που εκθέτει την ποταπότητα και την ιδιοτέλεια της ανθρώπινης φύσης και προτείνει ευθέως τεχνικές για να ελίσσεται κανείς προσπερνώντας τες, η συγγραφή της πραγματείας αυτής δεν θα μπορούσε να είναι εξο­λοκλήρου χιουμοριστική.
Ωστόσο, ο Σοπενχάουερ δεν την εξέδωσε στην αρ­χική ακατάλληλη και ανεπεξέργαστη μορφή της, και, όταν τελικά η πραγματεία δημοσιεύτηκε, μετά τον θάνατο του, είχε την κάλυψη που της πρόσφεραν τα σχόλια του Σοπενχάουερ στα Πάρεργα και Παραλει-πόμενα. Έτσι, κανένας δεν πιστεύει πως ο Σοπενχά­ουερ ήταν ένας γνήσιος Μακιαβέλλι, που μυούσε τους άλλους στη σκοτεινή τέχνη της ανειλικρινούς επιχει­ρηματολογίας. Αντίθετα, αυτό το παράξενο, διασκε­δαστικό και δελεαστικό μικρό δοκίμιο αντιμετωπίζε­ται ως μια εκκεντρική έκφραση της ιδιοφυΐας του και, παραδόξως, συνάδει —ειδικά στην ειρωνική του διά­σταση—με τις υπόλοιπες φιλοσοφικές θέσεις του.
Α.C.G.
*Parerga and Paralipomena, vol II, p.31.



ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ;

KANE LIKE ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ street2310.blogspot.com


back home


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...